- χαρά
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.).
* * *η, ΝΜΑ1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην κατοχή ενός αγαθού ή στη βίωση ενός γεγονότος (α. «τα δώρα σας μάς έφεραν μεγάλη χαρά στο σπίτι» β. «οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον», ΚΔ)3. φρ. «μετά χαράς» — πολύ ευχαρίστωςνεοελλ.1. βοτ. γένος χλωροφυκών2. φρ. α) «είναι μια χαρά»(για πρόσ. και για πράγμ.) είναι σε άριστη κατάστασηβ) «χαρά στο πράγμα»(ειρωνικά) είναι ασήμαντο, δεν αξίζει τίποτεγ) «χαρά σ' εκείνον που...» — είναι αξιοζήλευτος ή ευτυχισμένος εκείνος που...δ) «χαρά σ' εσάς»i) είσαστε ευτυχισμένοι, σάς ζηλεύωii) (ειρωνικά) είσαστε δυστυχισμένοι, σάς λυπάμαιε) «με γειά σου, με χαρά σου!» — χαλάλι σου, να τό απολαύσεις!στ) «γεια σας και χαρά σας!» ή «γεια χαρά!» — τρόπος χαιρετισμούζ) «χαρά Θεού» — πολύ ωραία μέρα, πολύ καλός καιρόςη) «στις χαρές σου [ή σας]» ή «στη χαρά σου [ή σας]» — ευχή σε ανύπαντρους ή αρραβωνιασμένους να παντρευτούν σε σύντομο χρονικό διάστημανεοελλ.-μσν.ο γάμοςαρχ.1. πρόσωπο που επιφέρει ευχαρίστηση, που προκαλεί ευάρεοτα συναισθήματα2. εκκλ. ο Ιησούς Χριστός3. (κατά τον Ησύχ.) «χαράὀργή, ὀργίλον»4. (η δοτ. ως επίρρ.) χαρᾷ(με τροπ. σημ.) με ευφροσύνη, με ευχαρίστηση5. φρ. α) «σὺν χαρᾷ» και «χαρᾶς ὕπο»(με επιρρμ. σημ.) με ευάρεστα συναισθήματαβ) «χαρὰ λόγων» — χαρμόσυνες ειδήσεις (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρά είναι παρ. τού ρ. χαίρω σχηματισμένο από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *gher- «χαίρομαι» (βλ. λ. χαίρω) με την αρχαϊκή κατάλ. -ᾶ / -η (πρβλ. ἄρχω: ἀρχή, γράφω: γραφή)].
Dictionary of Greek. 2013.